λιπόσκιος

λιπόσκιος
λιπόσκιος
casting no shadow
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιπόσκιος — λιπόσκιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει σκιά, ασκίαστος, φωτεινός, εμφανής 2. αυτός που δεν ρίχνει σκιά, που δεν σκιάζει («λιπόσκια δένδρεα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + σκιά] …   Dictionary of Greek

  • λιπόσκιον — λιπόσκιος casting no shadow masc/fem acc sg λιπόσκιος casting no shadow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόσκια — λιπόσκιος casting no shadow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”